Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Από ένα όχι και τόσο, μακρινό μέλλον


Τέλειωσα τη δουλειά πάλι γρήγορα. Όμως, όπως θα έπρεπε δεν υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο στις 8μιση. Μετά την απαγόρευση εξόδου που ξεκινά στις 8μιση, κανείς δεν μπορεί να είναι έξω, παρά μόνο όσοι έχουν ειδική άδεια γιατί δουλεύουν ως αργά, σαν εμένα. Θα πάω σπίτι να βράσω λίγο από τον αρακά της Agrogen.


Ήταν μερικά χρόνια πριν γεννηθώ, που τα φωσφορικά λιπάσματα εξαντλήθηκαν. Η τροφή δεν έφτανε για όλους. Έως την θαυματουργή μέρα που η Αgrogen δημιούργησε τους τροποποιημένους σπόρους της. Οι καλλιέργειες αυτές δεν χρειάζονταν ούτε νερό. Απλά φώς. Το οποίο μπορούσε να προέρχεται και από κοινές λάμπες. Η ανθρωπότητα είχε σωθεί. Για αυτό ο ΟΗΕ, ο οργανισμός των ηνωμένων εθνών τότε, δημιούργησε το συμβούλιο των αρίστων και τιμητικά όρισε τους ιδρυτές της Agrogen και όσους αυτοί θα επέλεγαν για συμβούλους, σαν ανώτατο όργανο όλης της ανθρωπότητας. Αυτό, φυσικά, δεν άρεσε στους εχθρούς της δημοκρατίας. Εκείνους που οδήγησαν τις μάζες να αλληλοσπαραχτούν εκείνα τα φριχτά χρόνια του πολέμου για την τροφή. Από τα 7,5 δισεκατομμύρια του 2083, το 2108 στο 1,5 δις, λόγω εκείνης της καταστροφής. Σήμερα, το 2130 ο ελεύθερος κόσμος έχει 800 εκατ. κατοίκους και περιορίζεται στα όρια της ηπειρωτικής Ευρώπης και του Ην. Βασιλείου. Η υπόλοιπη Γή είναι ένα τοπίο κόλασης. Κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχουν και άλλες κοινότητες ανθρώπων εκεί έξω. Ανησυχητικές ιστορίες ακούγονται πάντως, συνεχώς για παράνομους μετανάστες που προσπαθούν να περάσουν το τείχος του ατλαντικού ή αυτό της μεσογείου αλλά ο ηπειρωτικός στρατός τους σταματά.

Το συμβούλιο των αρίστων και οι πέντε εντολές του έσωσαν την ανθρωπότητα και τις αξίες της από τον αφανισμό. Υπερασπίστηκαν την δημοκρατία και την ελευθερία  με τα πέντε τους συνθήματα. Το χαμόγελο είναι αμαρτία. Η ιδιοκτησία ιερή. Ο θεός η μόνη ελπίδα. Η βοήθεια ανίερη και το συμβούλιο το μέλλον.

Με λένε Charlie Wolinski. Γεννήθηκα στο Λονδίνο και είμαι 33 χρονών. Ο μπαμπάς και η μαμά πέθαναν κάπου στον μεγάλο πόλεμο για το φαγητό. Φόνος ήταν μου είπαν αργότερα. Σήμερα ήταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά. Προσέχαμε τον καυστήρα λιγνίτη που κρατά το φωτισμό ανοιχτό στις καλλιέργειες αρακά της Agrogen. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι έγινε κάτι περίεργο. Εγώ, όσα χρόνια δουλεύω στην παραγωγή του Fulham δεν το έχω ξαναδεί. Ατύχημα είπε ένας γηραιότερος εργάτης. Ο Phillip έπιασε το χέρι του στο τρέιλερ που φέρνει το λιγνίτη. Του το έκοψε. Εκείνος ούρλιαξε και ήρθε η φρουρά και τον απομάκρυνε. Εγώ, εκείνη την ώρα φόρτωνα τον λιγνίτη. Συνέχισα να το κάνω. Ο γηραιότερος εργάτης κάτι είπε για απέλαση. Ο Phillip δεν ήταν αποδοτικός πια.

Η πόλη ήταν πολύ ήσυχη αυτή την ώρα, φαίνονταν από μακριά οι πύργοι του City. Και τα κεντρικά της Agrogen. Τα λύματα οδηγούνται όλα στον Τάμεση και μικρά γεφυράκια σε βοηθάνε να περάσεις από πάνω από τα φρεάτια που ξεκινούν από το περιφραγμένο με το φράχτη της ενότητας City και φτάνουν να χυθούν στον Τάμεση κοντά στις εργατικές κατοικίες.

Παίζω λίγο με τα κλειδιά στην τσέπη μου. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, γιατί αυτοί οι θόρυβοι από τα φρεάτια δεν ελέγχονται από κάποιον, μάλλον, αρουραίοι θα ναι όμως. Η ώρα 9 και τέταρτο και επιτέλους έφτασα σπίτι, άνοιξα με τα κλειδιά, έφαγα, κοιμήθηκα. Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος.

Πάλι, 8μιση και γυρίζω από τη δουλειά. Ξανακοιτάζω ψηλά, να ξαναδώ τους πύργους από το κέντρο αλλά έχει ομίχλη σήμερα, δεν φαίνετε τίποτα. -Βοήθεια- δεν μπορεί να άκουσα αυτή τη λέξη. Κοντοστέκομαι στο γεφυράκι, πάνω από το φρεάτιο, λίγο πριν το σπίτι. -Βοήθεια-. Ξανά, Τρίτη φορά. Όντως το ακούω. Μα απαγορεύεται. Πως τολμά κάποιος να το φωνάζει;  Μα τι κάνει η αστυνομία ; Δεν ελέγχει τα φρεάτια;

Πιάνω το σακουλάκι του αρακά που έχω στην τσέπη μου. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, το χέρι μου δεν με υπακούει, δεν ακολουθεί το μυαλό μου. Πετάω το σακουλάκι προς το άνοιγμα του φρεατίου. Τρέχω. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου, έχω πονοκέφαλο, τα αυτιά μου βουίζουν. Ο βλάκας τι έκανα; Βοήθησα. Θα φάνηκα και ύποπτος έτσι όπως έτρεχα. Πάει, θα απελαθώ. Χειρότερα, δεν θα απελαθώ, θα εκτελεστώ.

Δεν κοιμήθηκα την νύχτα. Πώς να κοιμηθώ άλλωστε. Άκουγα το νυχτερινό ελικόπτερο και ήμουν σίγουρος ότι ήταν για μένα. Πήγα στη δουλεία. Τίποτα δεν συνέβη. Μάλλον θα περιμένουν να με συλλάβουν το βράδυ. Να μην γίνει φασαρία. Καλοσύνη εκ μέρους τους.  Το συμβούλιο είναι το μέλλον. Σίγουρα κάποιος θα με είδε να αφήνω τον αρακά της Agrogen στο φρεάτιο. Η βοήθεια ανίερη. Πάλι οκτώμισι. Χτυπάει το κουδούνι. Τέλος η δουλειά. Πάω προς το σπίτι.

«Ευχαριστώ». Ακούγεται από το φρεάτιο. Παγίδα θα ναι σκέφτομαι. Αλλά, γιατί ευχαριστώ; Παγίδα θα ναι. Δεν πιστεύω αυτό που κάνω. Κατεβαίνω από το γεφυράκι, πατάω σε νερά και ακαθαρσίες, πάω στο άνοιγμα του φρεατίου, να δω τι γίνεται. Θα με σκοτώσουν γιατί είμαι περίεργος. Ώ, θεέ μου. Υπάρχουν έξι, όχι εφτά άτομα εδώ. «Γεια», με πλησίασε διακριτικά ο ένας. Έκανα ένα νεύμα, έβγαλα το σημερινό σακουλάκι αρακά και του το έδωσα. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση όλοι τους. Γιατί το κάνω αυτό. Η βοήθεια είναι ανίερη, το χειρότερο που μπορεί να κάνει άνθρωπος, είναι βλασφημία, απέναντι στο συμβούλιο. Με ευχαρίστησε ξανά. Ξαναέφυγα. Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο εκεί κάτω. Μα γιατί το κάνω αυτό;  Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα. Ο θεός γιατί τους αφήνει να ζουν έτσι. Θυμάμαι τους γηραιότερους που λένε κάτι ιστορίες για το φαινόμενο της φτώχειας αλλά δεν υπάρχει στις μέρες μας. Τουλάχιστον στον ελεύθερο κόσμο μας. Μάλλον, θα βρήκαν τρόπο να περάσουν το φράκτη του ατλαντικού ή της μεσογείου. Μετανάστες. Ώ, θεέ μου, θα με εκτελέσουν, βοήθησα μετανάστες και αυτό το ελικόπτερο όλο βουίζει από πάνω.

Τα έβαλα με τη μόνη μας ελπίδα. Το θεό. Βοήθησα και η βοήθεια είναι ανίερη. Αλλά, πως ο θεός επιτρέπει να ζουν άνθρωποι τόσο άσχημα. Αν είχαν γεννηθεί εδώ και γνώριζαν τους νόμους του συμβουλίου, δεν θα είχαν κάποιο σπίτι, δεν θα είχαν μια ιδιοκτησία; δεν θα είχαν περιφράξει κάτι; Πολύ καλά κάνω, ένας τέτοιος θεός δεν είναι δίκαιος, δεν είναι ανθρώπινος. Νιώθω όμορφα. Ο πονοκέφαλος έφυγε. Καλύτερα από ποτέ είμαι, ακόμα και από τότε που πάω στα σπίτια της απόλαυσης που μας παρέχει η Agrogen.

Ξύπνησα. Πακετάρισα, ότι τρόφιμα της Agrogen υπήρχαν στο σπίτι. Είναι πολύ πρωί ακόμα. Έξι, δεν έχει ξημερώσει ακόμα, σκοτάδι έξω. Η απαγόρευση εξόδου δεν έχει λήξει ακόμα. Πάω όσο πιο ήσυχα και κρυφά μπορώ στο φρεάτιο. Κοιτάζω συνεχώς γύρω μου, δεν υπάρχει κανείς.

-Γεια σας, σας έφερα φαγητό.

-Ευχαριστούμε, είπαν όλοι με έναν πολύ αδύναμο ήχο.

-Είμαι ο Charlie.

-Yara, Rudy, Din, Camille, Helen, Emma, Tim 

-Ώ, θεέ μου. Εσείς είστε πολύ μικροί. Ο μεγαλύτερος ήταν δεν ήταν 16 χρονών.

-Μην μιλάς για το θεό, ο θεός δεν μας βλέπει εμάς εδώ κάτω. Μου είπε με ένα χαμόγελο η Εμμα.

Δεν είχα ξαναδεί χαμόγελο. Μοιάζει όμορφο, ανθρώπινο, φυσικό. Μάλλον ότι πιο ανθρώπινο και φυσικό έχω δει στη ζωή μου. Δοκίμασα και εγώ να χαμογελάσω, όμορφο ήταν δεν το είχα ξανακάνει ποτέ. Δεν ήξερα ότι γινόταν και πόσο εύκολο ήταν. Σαν ένστικτο μου βγήκε. Θα ήταν στο DNA μου. Από ένστικτο το έκανα. Πολύ ωραία στιγμή. Το ξανακάνω. Δεν χορταίνω να χαμογελάω. Πάλι χαμογελώ.

Ακούστηκαν κάτι φωνές από πάνω. Είχε πάει εφτά, είχε ξημερώσει. Ωχ, θα υπάρχει περιπολία. Ωχ, ακούω βήματα. Αυτό ήταν. Χαμογέλασα πριν έρθουν. Η βοήθεια είναι το μόνο ιερό, ρε κουφάλες. Η αλληλεγγύη ο μόνος ανθρώπινος νόμος. «Έι, εσείς εκεί» ακούστηκε από την άκρη του φρεατίου. Δυο χέρια με κράταγαν σφιχτά, ένας με χτύπησε με το γκλόπ στην πλάτη και άλλο στα πλευρά και μια κλωτσιά, ένιωσα στην κοιλιά. Οι άλλοι έτρεξαν, κυνήγησαν τα παιδιά προς το βάθος του φρεατίου. Είχε μαζευτεί κόσμος. Δεν πόναγα. Ένιωθα καλύτερα από όλες τις στιγμές που είχα περάσει σε αυτό τον πλανήτη. Με παίρνουν μακριά. Αλλά στάσου. Ο κόσμος. Ο κόσμος, μου χαμογελά. Οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί, μου χαμογελούσαν. Τώρα, επιτέλους είμαι άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου