Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part 2

….Αστραπιαία συνεννοήθηκε με το προσωπικό του εγκληματολογικού. Τα πάντα θα του αποστέλλονταν στο προσωπικό του mail. Οι φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος, τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, τα προσωπικά στοιχεία της κοπέλας, η νεκροψία…. Τίποτα δε θα άφηνε ανεξερεύνητο, την υπόθεση θα την έλυνε δεν χωρούσε αμφιβολία, απλά δεν άντεχε να κάτσει ούτε ένα λεπτό ακόμα μέσα σε αυτή τη τρώγλη, έπρεπε να φύγει αμέσως. Όπως πάντα δούλευε με τους δικούς του ρυθμούς. Πρώτα θα καθάριζε το μυαλό του και μετά θα ασχολούταν περαιτέρω. Ήξερε πως προκαλεί, τόσα χρόνια η ίδια η ιστορία. Όσο εκείνος εξαφανιζόταν σαν σκιά από τους τόπους του εγκλήματος, τόσο πέφτανε οι καμπάνες. Οι αλλεπάλληλες πειθαρχικές αναφορές και οι παρατηρήσεις από τους ανωτέρους του, ήταν κάτι που είχε συνηθίσει. Ο ασταμάτητος χλευασμός από τα κοράκια του αστυνομικού ρεπορτάζ επίσης. Δεν έδινε σημασία όμως, ήξερε πως κάποιος έπρεπε να παρουσιάζεται σαν το μαύρο πρόβατο σε αυτές τις καταστάσεις,  σε κάποιον έπρεπε να πέσουν όλες οι αποτυχίες και τα φιάσκα της ΕΛ.ΑΣ. Το είχε αποδεκτεί, με τα χρόνια για τους άλλους έγινε εκείνος ο μυστήριος, κυνικός μπάτσος, απείθαρχος προς τους από πάνω τους και εχθρικός προς τον τύπο, που προκαλούσε με τις αντισυμβατικές μεθόδους τους. Φρόντιζε πάντα όμως να κλείνει τα όποια στόματα με τις συνεχόμενες επιτυχίες του.

Πέρασε τρέχοντας μπροστά από τις κάμερες, αγνόησε επιδεικτικά τις όποιες ερωτήσεις και κατευθύνθηκε με γοργό βήμα προς το αμάξι του. Η βροχή είχε σταματήσει, καμία ψιχάλα ξέμπαρκη ίσως που και που. Αυτό που του έκανε εντύπωση όμως ήταν άλλο. Η βρωμερή μπόχα, της λάσπης και των σαπισμένων σκουπιδιών, είχε δώσει τη θέση της σε μία αρρωστημένα ευχάριστη μυρωδιά. Κοντοστάθηκε, τα ψυχολογικά παιχνίδια του μυαλού πάντα τον φόβιζαν… Πώς γίνεται να κυοφορείται τόσο έντονα στην γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρα, μια έντονη μυρωδιά σταφυλιών; Ποιος άνθρωπος, θα έβγαινε μέσα από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι με μια νεκρή κοπέλα και θα έβρισκε τον εαυτό του μεθυσμένο από τις αισθήσεις του καλοκαιριού και τις παιδικές του αναμνήσεις; Ανασκουμπώθηκε, κούνησε με δύναμη το κεφάλι του δεξιά – αριστερά και επιτέλους προσγειώθηκε στη χειμωνιάτικη πραγματικότητα. Έδεσε σφικτά τη καπαρντίνα του, και με χαρά διαπίστωσε πως ξαναένιωσε το τσουχτερό κρύο, την αποπνικτική υγρασία και ευτυχώς την άθλια μπόχα των υπονόμων.  Τα στιγμιότυπα τρέλας στη ζωή ενός μπάτσου, δεν είναι άλλωστε άξια προσοχής. Έφτασε στο αμάξι του.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Στην Αθήνα επικρατούσε αυτή η εκνευριστική ησυχία που σε αγχώνει καθώς ξέρεις πως σε λίγο θα ξεσπάσει η μπόρα και χιλιάδες Αθηναίοι θα  κατακλύσουν με λύσσα δρόμους, λεωφορεία και μετρό. Σε 7 λεπτά έμπαινε στο πάρκινκ της ΓΑΔΑ. Δεν είχε νόημα να κλειστεί στο γραφείο του και να περιμένει άπραγος τα αποτελέσματα του εγκληματολογικού. Κάθισε στο αγαπημένο του καφέ, εκεί όπου γιόρταζε τη κάθε μεγάλη του επιτυχία, με τους συναδέλφους του. Παρήγγειλε ένα ζεστό καφέ άνοιξε την εφημερίδα του και έβγαλε τα τσιγάρα του. Η ώρα πέρασε, κατά τις 8.20 έφτασε στο καφέ ο Στέλιος, είχε πάρει το μήνυμα στο κινητό του. “ΕΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ  ΠΡΩΤΑ. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ”.  O Στέλιος Αγγέλου, πιστός φίλος και συνεργάτης εδώ και 14 χρόνια. Ο μόνος που τα έφερνε πέρα με τον περιβόητο Γιάννη Χρύσση. 

-Βγάλε τη μπαταρία από το κινητό σου.
-Γιατί ρε μαλακά, τι έγινε;  Ρώτησε ο Στέλιος.
-Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα σήμερα. Είπε με μυστηριώδες ύφος ο Γιάννης.
-Με αγχώνεις ρε συ και δεν έκλεισα και μάτι με τα μικρά χθες. Χαμογέλασε...

Κανένας δεν έδωσε σημασία στη μηχανή, φρέναρε απότομα έξω από την καφετέρια. Στα μαύρα από πάνω έως κάτω, δεν κατέβηκε καν. Ήταν σίγουρα επαγγελματίας, εκπαιδευμένος και έμπειρος. Μία που κάνανε να πιάσουν το περίστροφο τους, μία που σφηνώθηκε από μια σφαίρα στα κρανία τους. Ο Γιάννης παρέμεινε στη καρέκλα του καθιστός, με το κεφάλι γυρτό προς τα πίσω και τα μάτια του ορθάνοιχτα να κοιτάνε τον μουντό ουρανό της Αθήνας, ο Στέλιος ξαπλωμένος  με το κεφάλι του χωμένο σε μια τεράστια κηλίδα αίματος. Μαφιόζικη εκτέλεση μπάτσων 10 μέτρα δίπλα από το αρχηγείο της αστυνομίας, η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια.


Αθήνα 2016, 12 χρόνια μετά…

            Τελείωνα το τρίτο μου τσιγάρο και πάλευα να πείσω τον εαυτό μου, να ξεκουνήσω από την καρέκλα μου και να ετοιμαστώ για τη δουλειά, όταν με πήρε τηλέφωνο ο Μιχάλης.

-Έλα Έλλη, καλημέρα. Ρε παίζει να έρθεις να με πάρεις με το αμάξι γιατί έχουν απεργία τα μέσα και το χα ξεχάσει…



Συνεχίζεται...
The Third Man

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου