Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part. 6



Ψιλοέβρεχε και είχα ένα κεφάλι καζάνι. Δεν ήθελα και πολύ να πάω στο καφεκούτι. Θα προτιμούσα να μείνω σπίτι, να αποφύγω τον Μιχάλη, την δουλειά τα πάντα. Ήξερα προφανώς, ότι δεν μπορούσα να το κάνω αλλά το να είσαι σε μια δουλεία που σου τρώει όλες τις ώρες της ζωής σου, όσο και αν  την βλέπεις σαν αποφυγή της πραγματικότητας άλλο τόσο λειτουργεί σαν μια άλλη πραγματικότητα η ίδια. Εξίσου, ασφυκτική, εξίσου ξένη στα θέλω σου. Τέλος πάντων, έπρεπε να πάω όμως, από την μία το χα υποσχεθεί στ Μιχάλη και από την άλλη ήμουν σίγουρη ότι κάτι είχε ανακαλύψει στην εταιρεία του Χατζηπέτρου.

Έφτασα και πάρκαρα κάπου ψηλά στη Σόλωνος. Κατεβαίνοντας προς το καφεκούτι και με ένα ενοχλητικό ψιλόβροχο σκέφτομαι πως ο πατέρας μου όσο ήταν στο σώμα απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι τα Εξάρχεια και γω ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια ερχόμουν συνέχεια, μέχρι που τα βαρέθηκα. Είχα καιρό να έρθω στο καφεκούτι, δεν ξέρω πως του ήρθε του Μιχάλη να συναντηθούμε εδώ. Το ίδιο σκηνικό πάντως είχε στηθεί στη Σόλωνος όπως τουλάχιστον το θυμάμαι τα τελευταία 10 τουλάχιστον χρόνια. Κίτρινος φωτισμός, κάποιοι θα έλεγαν αρρωστιάρικος, εμένα οφείλω να ομολογήσω πως κάπως μου αρέσει, είναι σαν να παίζεις σε ταινία. Βρεγμένο οδόστρωμα με απρόσεκτους ταξιτζήδες, κόσμος ακόμα και αργά να περνά και προφανώς μυρωδιά από βρεγμένα σκουπίδια σε κάδους που δεν μαζεύτηκαν ακόμα από τον δήμο.

Μπήκα στον προθάλαμο με τα δυο τραπεζάκια. Έσπρωξα την βαριά μπεζ πόρτα. Ο Μιχάλης με περίμενε ήδη εκεί. Καθόταν στην μπάρα και είχε ήδη παραγγείλει το ουίσκι του. Το μαγαζί ήταν όπως το θυμόμουν με μια κεντρική κολόνα στη μέση επενδυμένη με κάποιου είδους «βαρύ» ξύλο, που έκοβε το μαγαζί σε τέσσερις γωνίες. Αμέσως, μόλις έμπαινες μπροστά σου εκτεινόταν η μπάρα με πίσω της τα γυάλινα ράφια για τα ποτά. Ο Χαμηλός φωτισμός έδινε στο μαγαζί μια πιο οικεία αίσθηση αλλά δεν αναδείκνυε την δεξιά γωνιά με τον καθρέπτη και τον καναπέ.  Ενώ καθώς προχωρούσες προς την μπάρα στα δεξιά σου ήταν η γωνιά του Dj. Έφτασα στην μπάρα έκατσα στο ψηλό δερμάτινο σκαμπό και σκούντηξα τον Μιχάλη που φαινόταν σκεπτικός.

-          Τι έγινε ρε και θες τόσο πολύ να μου μιλήσεις σε άκυρο μέρος. Είπα
-          Έλλη πήγα στην εταιρεία σήμερα, όλοι ήταν πολύ δεκτικοί και έπεφταν από τα σύννεφα, κάνεις δεν είδε δεν κατάλαβε ότι θα γινόταν αυτό. Ήξεραν πως ο Μελισόπουλος φαινόταν περίεργα, υπέθεταν ότι μπορεί να χε κατάθλιψη αλλά δεν περίμεναν κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα είναι άλλο όμως. Μου απάντησε χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά.
-          Τι θα πάρετε ; Ρώτησε ο Μπάρμαν, που εμφανίστηκε από το πουθενά
-          Ένα τζιν Τόνικ. Απάντησα, χωρίς να του δίνω πολύ σημασία.
-          Το θέμα, Έλλη είναι πως ενώ έφευγα άπραγος, μόλις βγήκα από την VMD, πρόσεξα στην τσέπη του μπουφάν μου πως κάτι υπήρχε. Το χε πάρει η γραμματέας του Μελισόπουλου μόλις μπήκα στην εταιρεία. Μου χε βάλει στο μπουφάν μια κάρτα δωματίου του Μεγάλη Βρετάνια και ένα σημείωμα που έγραφε «μην πεις σε κανέναν τίποτα». Έκανε μια παύση ο Μιχάλης σαν να θέλε να αναλογιστεί τι θα έλεγε μετά. Το έψαξα, το δωμάτιο στο ξενοδοχείο είναι μισθωμένο τους 2 τελευταίους μήνες από τον Μελισόπουλο.
-          ώπα ρε, έχουμε ένα δωμάτιο μισθωμένο από τον αυτόχειρα. Έπρεπε να είχαμε πάει ήδη. Να βγάλουμε ένταλμα
-          Κάτσε ρε Έλλη, καλύτερα να πάμε οι δυο μας χωρίς μπάτσους. Θα τα γαμήσουν όλα και για να μου το έβαλε με τόση μυστικότητα η γραμματέας του, κάτι παίζει. Δεν το βλέπεις και σύ. Όλα είναι πολύ περίεργα στην υπόθεση. Δεν γίνετε να μην το περίμενε κάνεις και ο Μελισόπουλος να κάνει μια από τις πιο θεαματικές αυτοκτονίες στην ιστορία της χώρας. Μέρα μεσημέρι στην Κατεχάκη.
-          Ναι μάλλον έχεις δίκιο, θα πάμε οι δύο μας, δεν θα ανακατέψουμε κανένα βλάκα.

Ο μπάρμαν, μου έσπρωξε το τζιν τόνικ μπροστά μου. Το πήρα και ήπια μια γουλιά. Χόρευε ένα ζευγάρι δίπλα μας κάποιου είδους περίεργο τανγκό. Στο ταβάνι σε κάποια σημεία είχαν μείνει κάποιες γιρλάντες μάλλον από τις αποκριές. Άκουγα ψίθυρους από εδώ και από κει για το μεγάλο γεγονός της ημέρας, το δυστύχημα με την πτήση από το Παρίσι της Aegean που χάθηκε από τα ραντάρ πάνω από την Αδριατική το μεσημέρι και πριν κάνα δίωρο βρήκαν τα συντρίμμια. Η ζωή βέβαια στην Αθήνα, κάνει ακόμα και το πιο μοιραίο γεγονός να φαίνεται μια ακόμα ιστορία της καθημερινότητας για αυτούς που δεν έχασαν κάποιο οικείο τους. Οριακά πιο πολύ μπορεί να κλαίνε κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος χαρακτήρας σε σειρές της τηλεόρασης παρά στην πραγματικότητα. Έγινε ο θάνατος συνήθεια και η ζωή πλήξη.

-          Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν τσεκάραμε ακόμα, είπε ο Μιχάλης.
-          Τι ; Απάντησα
-          Το σημείωμα που άφησε.
-          Α, ναι το ξέχασα να σε ρωτήσω γι’ αυτό. Στο έστειλε ο Κόλλιας ; Τι έλεγε ;
-          Ναι το στείλε, δεν είναι κάτι σπουδαίο. Να δες. Είπε και ξεδίπλωσε μια φωτοτυπία.

« Ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος
Δεν αξίζει να ζει
Υπάρχει μόνο ο εαυτός
Τον σιχαίνομαι
Τον μισώ
Ο ίδιος αυτός θέλει να με καταστρέψει και γω εκείνον.
Να ζεις μέσα στην κατάθλιψη 10 χρόνια
Δεν αντέχω άλλο»

-          Με προβληματίζει που ξεκινά όλες τις προτάσεις με κεφαλαίο και τα 10 χρόνια που αναφέρει ρε Έλλη. Μου είπε.

Το μυαλό μου εμένα ήταν ήδη αλλού. Από την στιγμή που το είδα το αναγνώρισα ακόμα. Τα κεφαλαία είχαν σκοπό. Ήταν ένα παιχνίδι που χαμέ με τον πατέρα μου όταν ήμουν ακόμα παιδάκι. Είναι κάποιου είδους κρυπτογράφηση. Ο πατέρας μου έκρυβε έτσι προτάσεις μέσα στους γρίφους τους που είχαν να κάνουν με το μέρος του σπιτιού που είχε κρύψει κάποιου είδους γλύκισμα. Αυτό εδώ όμως ήταν πιο βαθύ. Έτρεμαν τα χέρια μου. Ήταν ολοφάνερο τι σήμαιναν τα κεφαλαία.

-          Μιχάλη πρέπει να φύγω. Σε παρακαλώ μην ρωτήσεις γιατί. Θα συναντηθούμε το πρωί. Θα σου τα πω όλα απλά πρέπει να τσεκάρω κάτι άμεσα. Σε παρακαλώ μην ρωτήσεις γιατί…

Άφησα ένα 20αρικο, ο Μιχάλης έκανε μια κίνησή να με σταματήσει. Δεν πρόλαβε. Έμεινε και αυτός αποσβολωμένος, δεν περίμενε να αντιδράσω έτσι, τόσο περίεργα. Έσπρωξα κάνα δύο από μπροστά μου και βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Νομίζω ότι έτρεχα προς το αυτοκίνητο μου. Είχα τα κλειδιά στο χέρι. Έφτασα. Μου χαν σπάσει το πίσω τζάμι στο αυτοκίνητο. Μάλλον για να ψάξουν για τίποτα πολύτιμο κάποια πρεζάκια. Δεν με ένοιαξε καθόλου. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν τα κεφαλαία στην αρχή των προτάσεων. «Ο-Δ-Υ-Τ-Τ-Ο-Ν-Δ». Μόνο μια πρόταση έφτιαχναν στο δικό μου μυαλό. Μια πρόταση που με κυνηγά σε όλη μου τη ζωή και γω κυνηγώ εκείνη. « Οπού δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις».



Prince Istar

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου