Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part 8



Υπήρχε ένα συνεχόμενο, ενοχλητικό «τιν-τιν» πίσω από το αριστερό μου αυτί. Είχα μια ζαλάδα ιδιαίτερα έντονη και το άνοιγμα των ματιών μου ήταν ιδιαίτερα επίπονο και δύσκολο. Είχα μείνει αναίσθητη ήταν φανερό, για πολύ καιρό μάλιστα θα μπορούσα να πω. Θυμόμουν, βέβαια. Απλά με πείραζαν πάρα πολύ τα φώτα. Αυτά τα σχεδόν άψυχα φώτα του δωματίου που δεν μπορούσα ακόμα να αισθανθώ αν ήταν ο ήλιος από τα ανοιχτά παράθυρα ή ήταν βράδυ και ήταν αυτά τα νέον φώτα της οροφής. «Συνέρχεται», άκουσα μια φωνή να λέει. «θα φωνάξω το γιατρό, ησυχάστε κυρία Χρύση», είπε η ίδια φωνή. Πήγα να γύρω το κεφάλι μου προς τα εκεί που ερχόταν ο ενοχλητικός θόρυβος αλλά με πόναγε αφάνταστα. Σταμάτησα την προσπάθεια και επικεντρώθηκα στην προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου. 

Πέρασαν δύο γιατροί από πάνω μου. Ακόμα δεν ξεχώριζα σχήματα. Κάτι είπαν ότι θα μου περάσει σε λίγο πως γλίτωσα ως εκ θαύματος και πως είμαι ιδιαίτερα καλά δεδομένου του γεγονότος ότι γλίτωσα από έκρηξη βόμβας. Νομίζω πως μπορώ να κουνήσω όλα μου τα άκρα. Ιδιαίτερα καλό σημάδι αυτό. Αναγνωρίζω στην πόρτα μια φιγούρα με στολή μπάτσου. Ψελλίζω κάποια «ναι» και κάποια «όχι» σε κάτι ερωτήσεις που δεν πολυκαταλαβαίνω. Είχα μάθει από τις ταινίες και από τις σειρές πως τ κεφάλι σου πονάει πάρα πολύ σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, πράγμα που δεν ισχύει τελικά αν μπορείς να μείνεις ακίνητος.

Σιγά σιγά, οι γιατροί την κάνουν. Εγώ, από την άλλη όλο και σχηματίζω καθαρότερα την εικόνα του δωματίου και των πραγμάτων που υπάρχουν σε αυτό. Από το άσπρο σεντόνι, στην αντανάκλαση του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, στον απέναντι άσπρο τοίχο. Πρωί ήταν τελικά ή έστω μεσημέρι. Όλα είναι άσπρα στο νοσοκομείο. Όλα είναι ουδέτερα. Όλα θέλουν να προσομοιάζουν μια λήθη. Ένα θεραπευτικό κενό. Κάπως, κατάφερα και φώναξα τον μπάτσο που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του δωματίου. Μπήκε μέσα, εμφανώς ντροπαλός έως φοβισμένος. Με κοίταξε επίμονα σαν να περίμενε μια διαταγή μου. Ένας μικρός μπατσάκος που θα ταν το πολύ 25, φρεσκοξυρισμένος γιατί έτσι έμαθε από τον βλάχο πατέρα του και από τον βλάχο διοικητή της ακαδημίας του. Ένας 25άρης που του είπε ο Πετρόπουλος να κάνει σκοπιά έξω από την πόρτα του δωματίου μου και τον υπηρέτη σε περίπτωση που χρειαστώ κάτι εγώ.

-          Ο Μιχάλης είναι καλά. ; ήταν η πρώτη ερώτηση μου.
-          Ναι. Απάντησε αυτός κοφτά αλλά και εμφανώς χαρούμενα που μπορούσε να φανεί χρήσιμος.
-          Πόσο καιρό είμαι αναίσθητη ;
-          Μιάμιση βδομάδα

Σώπα ! Αυτό δεν το περίμενα. Δεν μου χε περάσει από το μυαλό, Μου φάνηκε πάρα πολύς χρόνος αυτό το «μιάμιση βδομάδα». Θυμάμαι το δωμάτιο του Μεγάλη Βρετάνια, ακόμα και το χερούλι που δεν άνοιγε και μετά υπάρχει κενό μέχρι πριν από λίγη ώρα και τον ενοχλητικό θόρυβο από το μηχάνημα που μετρά τους χτύπους της καρδιάς το οξυγόνο και όλα αυτά που νοιάζουν τους γιατρούς και αγχώνουν τους ασθενείς.

-          Που είμαστε αστυνόμε ; Και ο Μιχάλης που είναι ;
-          Είμαστε στον Ευαγγελισμό και ο αστυνόμος Μιχάλης εδώ είναι. Έχει σηκωθει κιόλας εδώ και καιρό από το κρεββάτι, περνά κάθε μέρα και με ρωτά αν ξυπνήσατε. Φαντάζομαι θα έρθει και το απόγευμα
-          Ευχαριστώ αστυνόμε, άσε με στην ησυχία μου τώρα.

Έμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Μάλλον ήταν η πρώτη φορά που όλο μου το είναι περιστρεφόταν γύρω από το ποτέ θα περάσει ο Μιχάλης από το δωμάτιο. Για εκείνον αλλά και για το τι έχει γίνει αυτή τη μιάμιση βδομάδα που είμαι σε κώμα. Έμεινε ο μόνος που μπορώ να εμπιστευτώ. Η μόνη ασφαλιστική δικλίδα στα βαθιά νερά που μπλέξαμε.  Δεν ήταν ποτέ βαρετός τύπος. Απλά εγώ μάλλον βαριόμουν πολύ τους ανθρώπους για να μπορώ να εκτιμήσω πολύπλοκους χαρακτήρες. Ο Μιχάλης τέτοιος ήταν. Χαρακτήρας με βάθος σε ια εποχή που δεν χρειάζεται. Σε μια εποχή πολέμου. Σε μια εποχή πολέμου, κοινωνικού που μόνη σημασία έχει η επιβίωση, οι χαρακτήρες δεν πρέπει να έχουν βάθος. Ο Μιχάλης είναι φτιαγμένος για αχρείαστες συζητήσεις σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει χρόνος. Δουλεύουμε μαζί σχεδόν 7 χρόνια πλέον. Με έχει δει στα χειρότερα μου και εγώ στα δικά του.

 Παντρεύτηκε μικρός, για να χωρίσει μικρός από την ηλίθια γυναικά του. Ναι αυτή ήταν ηλίθια, νόμιζε ότι παντρεύτηκε έναν μπάτσο για να κάθεται σπίτι και να ασχολείται με τα παιδιά όσο αυτός θα έφερνε τα λεφτά. Ο Μιχάλης δεν ήθελε αυτό. Ο Μιχάλης ούτε το εγκληματολογικό έβγαλε όπως εγώ, ούτε ασχολήθηκε ποτέ με τη βαθιά φιλοσοφία. Στην ακαδημία ήταν από μικρός και απλά έγινε ντετέκτιβ γιατί ήταν πολύ έξυπνος για να γίνει Δίας ή απλός μπάτσος γραφείου. Ο Μιχάλης απλά σε όλη αυτή τη διαδρομή έμαθε από μονός του να παρατηρεί και να κάνει φιλοσοφία. Αυτή του δρόμου, αυτή των πράγματων, αυτή την μη αποκομμένη από τη ζωή. Αυτή την άχρηστη στο σήμερα. Αυτή που φτιάχνει χαρακτήρες ενοχλητικούς. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο του ελάττωμα. Ότι δεν ήταν βαρετός, όταν εγώ πλέον έχω παραδεχτεί ότι έχασα και θέλω να βαριέμαι και να κοιτάζω το ταβάνι. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο του προτέρημα στο σήμερα βέβαια και στην υπόθεση που ερευνούμε. Αυτός που μου έδειξε μάλλον μετα από καιρό ότι πρέπει να ξαναμπώ στο παιχνίδι, να δώσω μια τελευταία μάχη. 

Η ώρα πέρναγε γρήγορα κοιτάζοντας το ταβάνι ή μπορεί ο Μιχάλης απλά να πέρασε πιο νωρίς αφού θα έμαθε από κάποιον πως συνήρθα. Τον άκουσα να ανταλλάσσει μια δυο κουβέντες με τον φρουρό έξω από την πόρτα και μετά να ανοίγει την πόρτα για να μπει μέσα. Απλά πέρασε μέσα στο θάλαμο χωρίς να σέρνει κανέναν ορό και με τα φορώντας μια φόρμα και ένα φούτερ, μάλλον η αποθεραπεία του ήταν στα τελευταία στάδια. «Γεια σου Ντετέκτιβ», άκουσα να λέει περιπαικτικά. «γεια σου Μαγκάιβερ» ανταπάντησα. Πήρε μια καρέκλα την έσυρε δίπλα στο κρεββάτι. Έκανε να μου πιάσει το ΄χέρι αλλά το μάζεψε, τελικά έτεινα εγώ το δικό μου και τότε μόνο το έσφιξε κάπως αμήχανα. Ένιωθε περίεργα, φαινόταν από χιλιόμετρα και γω ένιωθα μια μεγάλη ανακούφιση πρέπει να πω. Kαμία σχέση με αυτό το μίγμα συναισθημάτων που ένιωθε ο Μιχάλης.

-          Τι θα γίνει θα πεις τίποτα ; Τον ρώτησα
-          Ναι ρε Έλλη, απλά δεν είμαι καλός με αυτά, δεν τα μπορώ τα νοσοκομεία. Χαίρομαι που σαι καλά. Φυσικά χαίρομαι που μια και γω καλά
-          Ποιος έβαλε τη βόμβα ;
-          Δεν ξέρουμε ακόμα… Έχουμε μια λίστα υπόπτων, δεν ήταν και πολύ επαγγελματική δουλειά να ξέρεις από ότι λέει η σήμανση. Το θέμα είναι πως χώθηκε και η αντιτρομοκρατική στην υπόθεση και γενικά έχει γίνει πανήγυρι. Τα έχουν γαμήσει όλα.
-          Κάτσε ρε δεν προχωρήσαμε καθόλου.
-          Όχι προχωρήσαμε αρκετά απλά ο Χατζηπέτρος λογικά θα την γλυτώσει… θα βάλουμε στη φυλακή περίπου 30-40 «αυτοφοράκηδες» και κάτι μικροστελέχη των εταιρειών του αλλά ο ίδιος θα βγει λογικά σαν αθώα περιστερά.
-          Εντάξει αυτό θα συνέβαινε, πάντα έτσι γίνετε. Ο Χατζηπέτρος είναι τεράστιο ψάρι για να τον πιάσουμε.
-          Ναι αλλά αυτός τα έχει κάνει όλα και δεν μιλάω μόνο για τις κομπίνες. Αυτός σκότωσε και την κόρη του. Είμαι σίγουρος
-          ΧΑΧΑΧΑ. Τι λες μωρέ ; Από που προκύπτει καταρχάς αυτό και επίσης δεν έχουμε πει ότι αυτή η υπόθεση έχει λήξει δεν το χούμε πει τόσες φορές.

Αυτό το τελευταίο μάλλον, το είπα κάπως επιθετικά νομίζω. Γιατί εκείνος έδειξε να εκνευρίζεται , μου άφησε το ΄χέρι και έπεσε πίσω στην καρέκλα. Ήταν κάποια δευτερόλεπτα που νομίζω έβλεπε μια εικόνα που έδειχνε το μηχάνημα που μετρά τις ζωτικές ενδείξεις πίσω μου. Δεν ήθελα ακριβώς να τον ξυπνήσω από αυτό. Απλά ο Μιχάλης κάτι έχει και είναι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος. Ο μόνος ίσως κυματισμός , στη θάλασσα αυτού του κόσμου, που πραγματικά αναγνωρίζω. Η προοπτική του θανάτου στο ίδιο μέρος την ίδια χρονική στιγμή μάλλον δένει τους ανθρώπους με έναν πολύ βαθύ συγγενικό δεσμό.

«Ξέρεις Έλλη.» Έκανε να μιλήσει. Δεν προσπάθησα αν τον σταματήσω. Απλά, κόμπιασε λίγο, σαν να περίμενε από μένα να του ΄δώσω την άδεια να μιλήσει. Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα λίγο πιο δυνατά από την άλλη φορά. Το ένιωσε, κοίταξε λίγο προς την κατεύθυνση των μπλεγμένων χεριών μας και άρχισε να μιλά.

«Η τελευταία φορά που έμεινα τόσο πολύ καιρό σε νοσοκομείο ήταν τον Οκτώβρη και λίγο από τον Νοέμβρη του 89.» Είπε σε απολογητικό τόνο και όσο πιο σοβαρά μπορούσε για να κρύψει τον συναισθηματισμό του. « Ήμουν 9 χρονών και η μητέρα μου νοσηλευόταν στα τελευταία της. Πέθανε το βράδυ της 9ης Νοέμβρη, όταν έπεφτε το τοίχος τους Βερολίνου. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι πλέον πολύ καθαρά από εκείνη, είναι εκείνες οι μέρες. Αυτές οι περίπου 20 μέρες που ακούγαμε παρέα στο ραδιόφωνο για τις εξελίξεις στο Βερολίνο και εγώ ξάπλωνα στο στήθος της. Από τότε, από τα 9 μου δεν έχω μείνει σε νοσοκομείο πάνω από μερικές ώρες. Τότε, ξέρεις, έγινα αυτό που είμαι. Γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να απαντήσω σε αυτό το «γιατί» που έβλεπα παντού μπροστά μου όταν πέθανε η μάνα μου. Δεν έτυχε λοιπόν, εκείνα τα χρόνια τα παιδικά να μπορώ να σκεφτώ άλλο επάγγελμα για να απαντάω στα γιατί από εκείνο του μπάτσου, του επιθεωρητή, του ντετέκτιβ, πες το όπως θες Τελοσπάντων. Καθώς έπεφτε τ τοίχος έπεφτε και σε μένα το βάρος αυτού του «γιατί» και του τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου από εκείνη τη στιγμή και μετά. Για αυτό επιμένω τόσο στις ανοιχτές υποθέσεις. Για αυτό πρέπει να πληρώσει ο Χατζηπέτρος. Για τον Μελισόπουλο, για την απάτη με το Ταβαριν. Για όλη την γαμημένη ελληνική αστυνομία που δεν μπόρεσε να βρει τίποτα στον ΟΛΠ και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για τη δολοφονία της Κατερίνας της κόρης του και τη δολοφονία του πατέρα σου. Για να μπορώ στην τελική να απαντήσω εγώ, στον 9χρονο εαυτό μου «γιατί»».

Είχα μείνει να τον κοιτάζω αποσβολωμένη, Δεν ήξερα ότι ο Μιχάλης μπορούσε να πει όλα αυτά τα πράγματα από την καρδία του, να συγκινήσει και να συγκινηθεί τόσο. Κάθε φορά που πιέζαμε ο ένας τον άλλο εκνευριζόμασταν απλώς από τις επίμονες και επίπονες ερωτήσεις μας που σταματάγαμε την συζήτηση στη μέση. Τώρα, ήθελε να τα πει όλα και τα είπε. Του χρώσταγα σίγουρα μια συγγνώμη και μάλλον και μια υπόσχεση. Άφησε το χέρι μου και ξαναχώθηκε στην  καρέκλα, μπλέκοντας πάλι τα χέρια του. Πέρασε περίπου ένα λεπτό έτσι. Χωρίς να βγάζει κανείς άχνα.

-          Ο Χατζηπέτρος είναι και θα τον πιάσουμε τον καριόλη
-          Με πιστεύεις τώρα ; Ρώτησε διστακτικά
-          Σε πιστεύω, όπως πιστεύω και το ένστικτό μου, που μου το λέγε πάντα και εγώ το απέφευγα. Αλλά άκου Μιχάλη. Αν το κάνουμε αυτό, πρέπει να το κάνουμε σωστά. Τι στοιχεία έχουμε ; τι γίνετε ακριβώς με την υπόθεση του Μελισόπουλου. Πρέπει να φέρουμε τον μπάσταρδο για ανάκριση και δεν γίνετε με την αντιτρομοκρατική και όλους αυτούς τους βλάκες που έχουν μπλεχτεί στα ποδιά μας.
-          Οκ, δίκιο έχεις. Απλά, άκου τι γίνετε γιατί πρέπει να μάθεις και 1-2 ακόμα πράγματα. Πρώτα από όλα πρέπει να μάθεις πως οι δύο κολλητοί του Μελισόπουλου είναι μεταξύ των αγνοουμένων της αεροπορικής πτήσης που ερχόταν από το Παρίσι και έπεσε πάνω από την Αδριατική.
-          Έλα ρε φίλε, δεν γίνετε αυτό
-          Πριν πεις οτιδήποτε, απλά είμαστε άτυχοι νομίζω. Δεν θα διέλυε κάποιος μια πτήση για να μην γυρίσουν αυτοί οι δύο στην Ελλάδα που από όσο ξέρουμε μάλιστα είναι δύο πειθήνια σώματα στις υπηρεσίες του Χατζηπέτρου
-          Χμ, ενδιαφέρον αυτό με τα πειθήνια σώματα.
-          Τι εννοείς ;
-          Ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε συνέχεια την έκφραση «πειθήνια σώματα» για να περιγράψεις τις επιστολές του προς έναν αγαπημένο του φίλο, έναν τύπο που δεν έμαθα ποτέ ποιος ήταν τα παιδικά τους χρόνια στο ορφανοτροφείο του Αγίου Ανδρέα και το τι προσπαθούσαν να τους κάνουν εκεί οι δασκάλες και όσοι δούλευαν εκεί.
-          Ποιο ορφανοτροφείο του Αγίου Ανδρέα ; Αυτός τη Γλυφάδα ;
-          Νομίζω ναι. Γιατί;
-          Στη μανία του να ξεπλύνει χρήματα μέσω των ακινήτων που αγόραζε ο Χατζηπέτρος, αγόρασε και όλες τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, σε όχι τόσο εξωφρενικές τιμές σε σχέση με τα άλλα ακίνητα, μάλιστα. Λογικά αγόρασε και αυτό. Μου χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η παράλληλη αγορά όταν κοίταζα τους φακέλους.
-          Πιστεύεις ότι ο πατέρας μου με τον Χατζηπέτρο σχετίζονται κάπως ; Τραβηγμένο από τα μαλλιά ρε Μιχάλη.
-          Μπορεί. Αλλά εσύ η ίδια δεν λες και ξαναλές ότι η οικογενειακή σου ιστορία είναι σε μια δίνη μαζί με αυτή της οικογένειας Χατζηπέτρου. Γιατί να μην είναι για αυτό. Γιατί ο πατέρας σου με τον Χατζηπέτρο έχουν προϊστορία που πρέπει να την μάθουμε άμεσα. Είπε ο Μιχάλης σε εμφανή κατάσταση ενθουσιασμού, σαν αυτόν των μικρών παιδιών όταν ανακαλύπτουν ένα καινούριο παιχνίδι.
-          Έχεις ένα τσιγάρο ; Ρώτησα για πρώτη φορά εδώ και αρκετή ώρα με μια πιο ανάλαφρη διάθεση.
-          Έλα ρε Έλλη, σοβαρέψου, δεν γίνεται στο νοσοκομείο. Είπε για πρώτη φορά και ο Μιχάλης κάπως χαμογελαστός.
-          Αφού, στο τέλος θα μου δώσεις και θα ανάψεις και σύ ένα. Είμαστε οι δύο μας από εδώ και μπρος και πρέπει να συνωμοτούμε στα πάντα. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν άλλο. Δώσε μου ΄τώρα ένα γαμημενο τσιγάρο.

      Εκείνος χαμογέλασε κάπως αμήχανα. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και έβαλε ένα lucky strike κόκκινο στα χείλη μου. Στην μυρωδιά από λατέξ, χλωρίνη και αυτή την αηδία του αντισηπτικού χεριών που μυρίζει το δωμάτιο, η μυρωδιά του τσιγάρου θα ταν αναζωογονητική. Έβγαλε έναν μαύρο Bic του ενός ευρώ από την τσέπη του και άναψε το τσιγάρο. Πήρα μια γερή ρουφηξιά. Είχα να καπνίσω μιάμιση βδομάδα ή και έναν αιώνα με μια πιο ανθρώπινη χρονολόγηση. Ο καπνός από το τσιγάρο έφτασε στον ανιχνευτή που βρισκόταν στο ταβάνι και ένας ενοχλητικός και επίμονος συναγερμός άρχισε να χτυπά. Ο μικρός μπάτσος που βρισκόταν έξω από την πόρτα όρμισε τρομαγμένος μέσα. Ριγώ και ο Μιχάλης καπνίζαμε ήρεμοι και τον κοιτάξαμε με μια πραγματική απορία. Έβγαλα τ τσιγάρο από το στόμα. « Γρήγορα, αποκαλύφθηκε η συνομωσία μας, Μαγκάιβερ». Έπιασα τον εαυτό μου να ξεστομίζει.


Συνεχίζεται…
 
Prince Istar

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου