Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Ταξίδια στην Αθήνα


Θάλασσα (1)



Σήμερα, έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς για να κατέβω μέχρι τον Πειραιά. Είναι αδιανόητο, πως το 2019 υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που τους είναι τόσο δύσκολο να στείλουν ένα απλό e-mail σε ένα συνεργάτης τους. ‘Έπρεπε να πάω μέχρι τα γραφεία τους. Στον Πειραιά. Σκέφτομαι πως για το «εξτραδάκι» των μεταφράσεων βάζω τον εαυτό μου σε μια πολύ πιεστική σύγχρονου τύπου ρουτίνα. Σαν αυτή του Νόρτον περίπου στο Fight club. Βέβαια να μια δίκαιος δεν νομίζω ότι ό μέσος τύπος του σύγχρονου εργαζόμενου ανεξαρτήτως θέσης στην παραγωγική αλυσίδα είναι ακριβώς σαν αυτή που περιγραφόταν στην ταινία. Δεν είμαστε τόσο εξαρτημένοι από τα έπιπλα του Ικεα, τα διαφημιστικά φυλλάδια και τα χιλιάδες ppm καφεΐνης ( εντάξει, αυτό ίσως να ισχύει). Για εμένα, η ρουτίνα μας είναι μεταξύ αυτής της κατάστασης και σε μια ακόμα πιο προλεταριακού τύπου κατάσταση αβεβαιότητας. Η οποία, ειδικά στην Αθήνα, καταλήγει σε μια μουντάδα, αμιγώς υπαρξιστική.  Ζούμε στις «μύγες» και το πρόβλημα είναι πως το γνωρίζουμε. Το παράδειγμα, που κάπως μας φέρνει κοντά στην ταινία είναι οι συνεχόμενες διαδρομές. Όχι, προφανώς σε πτήσεις εσωτερικού σαν τον Νόρτον αλλά σε ότι πιο αντίστοιχο έχουμε σε πτήσεις εσωτερικού στην ίδια την πόλη, τον ηλεκτρικό.

Ο ηλεκτρικός είναι περίπου, δύο αυτοκτονίες τον μήνα, κάποιες εκατοντάδες τρένα και βαριεστημένοι επιβάτες. Ξανά, πάλι δυο αυτοκτονίες, κάποια εκατοντάδες τρένα και μερικοί ίσως λίγο πιο ζωηροί επιβάτες. Πάλι δυο αυτοκτονίες και η εναλλαγή του καιρού και των εποχών μέσα από τα τούνελ και το αίθριο που διαπερνούν τα πορτοκαλί-γκρι τρένα.

Το πρόβλημα και του ηλεκτρικού και όλων αυτών είναι πως η ρουτίνα του Αθηναίου δεν μπορεί να περιγραφεί έτσι ελαφρά την καρδία. Μπορεί να περιγράφει μόνο από μια βαθιά επίγνωση ματαιότητας αλλά και παράλληλα με την επίγνωση της ελαφρότητας αυτού του ίδιου του συλλογισμού. Ο σύγχρονος Αθηναίος αποδέχεται την ζωή σαν μια θάλασσα πραγμάτων που έρχονται και παρέρχονται, χωρίς κανένα νόημα. Το χειρότερο σε όλο αυτό όμως είναι, πως ενώ το γνωρίζει όλο αυτό, στις φουρτούνες, στην νηνεμία ή στον απλό κυματισμό αυτής της θάλασσας επιλέγει απλώς να επιπλέει φορώντας τα μπρατσάκια του.

Και αυτό δεν είναι μαι αξιολογική κρίση για τους άλλους, εγώ πρώτος το κάνω. Ας με κοιτάξουμε από μακριά να με αναλύσουμε. Σπούδασα δημοσιογράφος για να μεταφράζω από αγγλικά και γαλλικά βιβλία ταξιδιών ή μαγειρικής η και τα δύο στις περιπτώσεις του συγχωρεμένου του Μπουρντεν, από τις εκδόσεις «Ταξίδι». Ανιαρές περιγραφές συνταγών είναι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και σκεφτείτε ότι αυτό που κρατώ στο χέρι μου, είναι το μόνο σχετικά ενδιαφέρον βιβλίο 2 χρόνια τώρα. «Συνταγές μαγειρικής» ο τίτλος. Υπότιτλος: « Από το 1750 έως το 1900». Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό πως υπάρχει ολόκληρο βιβλίο για τις γαστρονομικές συνήθειες των ελαχίστων πλουσίων εκείνης της εποχής, διότι για τον απλό λαό του βασιλείου των δύο Σικελιών της Γαλλίας ή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, λίγο μουχλιασμένο ψωμί, λαρδί και καμιά ελιά θα ήταν υπεραρκετές.

Το κυρίαρχο ζήτημα όμως, με αυτά τα βιβλία όταν είναι να μεταφραστούν είναι πως απαιτούν έναν λίγο πιο ιδιαίτερο σχεδιασμό για την μετάφρασή τους. Λόγω της πιθανής προσπάθειας του συγγραφέα τους να μιμηθεί το στυλ της εποχής που περιγράφει ή ακόμα χειρότερα, να χρησιμοποιήσει λέξεις που έχουν να χρησιμοποιηθούν από τότε. Τελοσπάντων, εγώ θα κάνω την γνωστή μου ιεροτελεστία πριν ξεκινήσω την μετάφραση. Θα βάλω να φτιάξω καφέ. Την πρώτη φορά, πρέπει να μείνεις πάνω από το βιβλίο όσο περισσότερη ώρα μπορείς, άρα η συγκέντρωσή καφεΐνης στο αίμα σου είναι ιδιαίτερα σημαντική. Γι’ αυτό συνήθως επιλέγω έναν σκέτο black eye. Γαλλικός με δύο δόσεις espresso. Οι φήμες λένε, ότι πήρε το όνομα του από το σχήμα που εμφανίζεται στην επιφάνεια του καφέ όταν χύνεται ο espresso στον Γαλλικό. Να πως την αλήθεια μου, εγώ δεν το πρόσεξα ποτέ αυτό. Ίσως κάποιο μπουκωμένο με Adderall νέρντουλο του Harvard να το βάφτισε έτσι κάποια στιγμή για αδιευκρίνιστους λόγους και να παρέμεινε έτσι.

Το δεύτερο πράγμα που γίνετε μετά τον καφέ, είναι η προσεκτική τοποθέτηση ενός σημειωματάριου στα αριστερά του βιβλίου. Η εναπόθεση ενός στυλό Bic  με δαγκωμένο το καπάκι πάνω του και η αναζήτηση στο YouTube  μιας playlist του Coltrane. To τελευταίο, ο Coltrane δεν είναι απαραίτητος, ούτε το είδος αυτό της μουσικής. Απαραίτητη, είναι η έννοια της νοσταλγίας μιας άλλης εποχής. Ας πούμε ο Λεξ ή γενικά το χιπ χόπ της σύγχρονης εποχής όσο σημαντικό ή ασήμαντο και αν είναι, είναι το πνεύμα αυτής της εποχής. ¨Όταν ξεκινάτε με ένα project να μην δουλεύετε τόσο κοντά στο zeitgeist. H πραγματικότητα δεν θα σας αφήσει να αφοσιωθείτε στο ίδιο το έργο.  Ο Coltrane  δεν μου αρέσει γιατί είμαι πιο κουλτουροθρεμμένος από τον μέσο Αθηναίο ούτε γιατί έχω πιο προπονημένο αυτί, αλώστε και εγώ με κουτάκια μπύρας σε Live την βγάζω. Αλλά μου αρέσει γιατί μπορεί να δημιουργήσει έναν τέτοιο κυματισμό νοσταλγίας μιας εποχής που προφανώς δεν έχω ζήσει αλλά μπορώ να φανταστώ που ανεπαίσθητα καταστέλλει όλες εκείνες τις περιοχές του εγκεφάλου μου που ασχολούνται με το σήμερα. Ενώ, παράλληλα αφήνει και διεξόδους για όταν πρέπει να ξεχυθεί και να αποτυπωθεί η πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Coltrane παίζει το ρόλο της βαλβίδας στη χύτρα ταχύτητας.

Η αμέσως, επόμενη κίνηση είναι να διαβάσω τυχαία μερικές σελίδες από το βιβλίο. Πρέπει να πάρω το σφυγμό του πριν το πετσοκόψω, βλέπετε. Ενώ, σίγουρα ένα βιβλίο που αναφέρεται σε έργα τέχνης σεφ του 18ου αιώνα σίγουρα ΄θέλει  ένα σωρό εξετάσεις πριν αρχίσει να μεταφράζεται. Ξέρετε οι σεφ είναι οι πιο υποτιμημένοι καλλιτέχνες. Αλλά, με πλήρη πλέον συνενοχή τους μιας και έχουν περάσει τόσα και τόσα χρόνια από την εμφάνιση της τέχνης τους.

Ενώ, λοιπόν, είναι καλλιτέχνες στην πραγματικότητά έχουν συμβατικές σχέσεις μισθωτού καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας τους. Ως καλλιτέχνης δεν μπορείς να βασίζεις το ταλέντο σου πάνω στις υποσχετικές νυν, πρώην ή επόμενων αφεντικών. Οι καθημερινοί άνθρωποι ζουν τη ζωή τους και δουλεύουν βάσει των συστάσεων. Η αλυσίδες του συγχρόνου ανθρώπου προφανώς είναι ο μισθός αλλά το μέταλλο από το οποίο φτιάχνονται αυτές οι αλυσίδες συνήθως είναι οι συστάσεις. Οι συστατικές επιστολές από τα μεσαιωνικά Guilds ακόμα, ως και την προϋπηρεσία που ζητάει ένα τυχαίο ποτάδικο της Ιπποκράτους είναι το μέταλλο από το οποίο τα αφεντικά φτιάχνουν τις αλυσίδες για τους δούλους τους.

Για να επανέλθω όμως στους σεφ, το πρόβλημα με αυτούς είναι ότι μετράνε την αποτελεσματικότητα τους βάση της ανέλιξής τους, άρα συστατικών επιστολών, είτε αυτές προέρχονται από τον καρδινάλιο Ρισελιέ, την Μινέικο Βασάκι ή τον Έκτορα Μποτρίνι. Άξιοι της μοίρας του προφανώς. Θα υπάρχει πάντα όμως το ερώτημα, τι θα γίνονταν αν δεν δούλευαν συνεχώς σαν μισθωτοί. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε συζητήσεις που αφορούν τη σημαντικότητα της ανθρωπότητας παρέα στην γκέρνικα και 2 συμφωνίες του Σoστακόβιτς για την Ντιναμό Αγ. Πετρούπολης ένα σεβίτσε ξιφία ;

Έχω αρχίσει όμως και σκέφτομαι υπερβολικά πολλές πληροφορίες και δεν έχω καν ανοίξει το βιβλίο. Βεβαία μην φανταστείτε κανέναν κανονικό βιβλίο προς το παρόν. Τυπωμένες σελίδες είναι με το υδατογράφησα του εκδοτικού οίκου σε καθεμία μα καθεμία από αυτές, λες και θα κλαπούν υπερπολύτιμες συνταγές όπως η γνωστή από τον Αστερίξ τον Γαλάτη ήδη «Φραγκόκοτα με σύκα». Σελίδα 13, μοσχάρι Ουελινγκτον, το χει κάνει και με ιδιαίτερη επιτυχία ο Gordon Ramsey.

Από ότι διαβάζω μπορώ να σας πω πως το κυρίαρχο πρόβλημα με το wellington είναι η στατικότητα του, σαν το στέγαστρο του Καλατράβα ας πούμε, μιας και για τον απλό λαό το μείγμα φουα γκρα και άγριων μανιταριών της κανονικής συνταγής που λειτουργεί σαν κόλλα στήριξης μεταξύ της ζύμης και του κρέατος, που καλό είναι επίσης να είναι ένα ιδιαίτερα παχύ φιλέτο, είναι στην τελική σχεδόν απαγορευτικό και κατά καιρούς αντικαθίσταται στην καλύτερη από προσούτο Πάρμας και στην χειρότερη από ζαμπόν Νίκας. Για αυτό κυρίαρχα σπάνια η κρουστά, η συγκολλητική γέμιση των μανιταριών ή το ίδιο το φιλέτο μένουν στη σωστή θέση. Βέβαια το πιο ενδιαφέρον με αυτό το πιάτο είναι η ιστορία του. Η οποία ιστορία είναι η εξής. Ο καλός σεφ του 1ου δούκα του wellington του Arthur Wellesley, όχι προφανώς του υπαλλήλου στο υπουργείο μαγείας, αλλά του στρατηγού που ηγήθηκε του συνασπισμού 7 κρατών που έστειλαν μια για πάντα τον Ναπολέοντα στην εξορία της Αγίας Ελένης, στο Βατερλό ( μουσική ABBA στο background), δημιούργησε αυτό το πιάτο για να μοιάζει στις καλογυαλισμένες μπότες του στρατηγού.

Η αλήθεια όμως, αγαπημένοι μου συνδαιτημόνες στη μετάφραση αυτού του βιβλίου είναι πως πρέπει να γνωρίζεται πως η καλύτερη ιστορία που έχει σχέση με αυτό το πιάτο είναι της εγγονής του δούκα από τον γιο του Charles. Η οποία βρέθηκε μαζί με τον ναύαρχο Nigel στη Μαρσάλα κατά την εκστρατεία των χιλίων του Γκαριμπαλντι ( που ανάθεμα και αν ήταν 500), οι οποίοι κατέφθασαν στην Μαρσάλα με τα δύο πλοία, Λομπάρντο και Πιεμόντε με σκοπό την κατάκτηση της Σικελίας. Μάλιστα, αν και όχι ακριβώς Ιταλοί ακόμα ήδη είχαν μια ιδιαίτερη αγάπη στο στυλ και τη μόδα οπότε έρχονται όλοι μαζί σαν ποδοσφαιρική ομάδα ντυμένοι με κόκκινες μπλούζες και γκρι σορτσάκια.

 Όταν λοιπόν , το Πιεμόντε αποβιβάζει του Γκαριμπαλντίνους που κατάγονταν κυρίως από την Λομβαρδία τα πλοία των Σουηβών αρχίζουν και κανονιοβολούν. Εκεί μέσα στην γενικότερη αφλογιστία του το Στρόμπολι, το πολεμικό πλοίο των Σουηβών πετυχαίνει και κόβει στα δύο τον σκύλο της κυρίας Wellesley που για άγνωστο λόγο βόλταρε στο λιμάνι. Τότε, ο ναύαρχος Nigel αποφασίζει να επιβιβαστεί στα πλοία των Σουηβών και να τους εγκαλέσει για διεθνές διπλωματικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να  δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους πρώην καρμπονάρους νυν ποδοσφαιριστές του Γκαριμπαλντι να πατήσουν το πόδι τους στο λιμάνι και μέσα στο σαββατοκύριακο εκείνο να κηρύξουν δικτατορία στη Σικελία στο όνομα του Βιτόριο Εμμανουέλε του 2ου.

Η ιστορία όμως του ναυάρχου Nigel και της Βικτόρια Wellesley συνεχίζεται με την άμεση αναχώρησή τους, προσφορά του ίδιου του Γκαριμπαλντι, για την Αγγλία με ενδιάμεσο σταθμό το Γιβραλτάρ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ολόκληρη ιστορία που θα δούμε αργότερα…


Συνεχίζεται…