Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Από μια άλλη οπτική γωνία…


Στο μισογκρεμισμένο πλέον αρχοντικό, με μόνο φώς κάποια κεριά πάνω στο τραπέζι και μια λάμπα πετρελαίου, καθόταν στο καναπέ αυτό το είδος ανθρώπου και ποντικού, με τα δυο μπροστινά του δόντια, χαρακτηριστικά τρωκτικού να ανεβοκατεβαίνουν με ταχύτητα σαν να του χε μείνει τικ από τη ζωή του ως ποντικός. Χοντρός και ατσούμπαλος που ταν μονολογούσε στο σκοτάδι: « Εγώ έκανα τα πάντα για σένα, ακόμα και εκείνους τους δύο σου ρουφιάνεψα, ακόμα και κομμάτι από τη σάρκα μου  σου έδωσα και τώρα που χάθηκες θα πρέπει μια για πάντα να κρύβομαι και να μην βγαίνω στον κόσμο, αχ καημένε μου άρχοντα και ήσουν τόσο καλός μαζί μου και έχω και αυτή την άσχημη και…».


Σταμάτησε απότομα το τρωκτικό-άνθρωπος καθώς άκουσε τον γνωστό του θόρυβο, του συρσίματος στο πάτωμα του παλιού αυτού αρχοντικού που οι χωρικοί ήδη από καιρό θεωρούσαν στοιχειωμένο. Ανέβηκε μεθοδικά τις σκάλες και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα με το λιγοστό φώς τον κεριών και τον άνθρωπο που στεκόταν στον καναπέ. Κουβαλούσε μαζί του στα τεράστια δόντια του ένα ανθρώπινο χέρι που εναπόθεσε στα πόδια του υπηρέτη της. Ένα τεράστιο φίδι, άριστος κυνηγός, ο μόνος που στην ουσία συντηρούσε και τους δύο τους. Παρόλα αυτά ακόμα και αυτή η πελώρια διασταύρωση πύθωνα και ανακόντα χρειαζόταν την ησυχία της μετά τα όσα τραγικά τους είχαν συμβεί τα τελευταία 15 χρόνια που ζούσαν με στην εγκατάλειψη και κρυφά από όλο τον κόσμο. Έτσι κουλουριάστηκε εκεί που κάποτε ήταν το τζάκι , την ώρα που ο υπηρέτης έτρεξε να κόψει σε κομμάτια το χέρι να κρατήσει το ένα τέταρτο για εκείνον και τρία τέταρτα που θα έδινε στο φίδι.

Σε αυτό το σημείο να πούμε πως ο άνθρωπος-τρωκτικό είχε γίνει άριστος στο να μαγειρεύει σούπες με ανθρώπινα μέλη και νερό, άντε και κάνα μανιτάρι που έβγαινε στο λόφο και με κίνδυνο της ζωής του έβγαινε να μαζέψει. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να βρεις φαγητό όταν κρύβεσαι από τα πάντα, πόσο μάλλον όταν έχεις ένα φίδι να σου φέρνει κομμάτια από σχετικά φρέσκα πτώματα που βρίσκει στο κοντινό κοιμητήριο. Μην βλέπετε τον Χάνιμπαλ που ετοίμαζε τους πνεύμονες σε ένα υπερσύγχρονο γουοκ μια μοντέρνας κουζίνα με κόλιανδρο και κρασί από την Τοσκάνη για να τους σβήσει σε μια μπλε φωτιά που έκανε τα κομματάκια από την τραχεία και τις μικρές κυψελίδες του κυρίου σώματος των πνευμόνων φλαμπέ. Αυτά είναι για τους πλούσιους. Το φίδι μας και ο άνθρωπος υπηρέτης του δεν είχαν την άνεση να ναι ψυχίατροι στο Κολούμπια.

Παράλληλα, όχι πολύ μακριά από το μικρό χωριό του Λίτλ Χάνγκλετον όπου βρίσκονταν το παλιό εκείνο στοιχειωμένο αρχοντικό που περιγράψαμε πριν, ένας τριανταπεντάρης θα ταν δεν θα ταν, με μόνο χαρακτηριστικό ίσως τα στρογγυλά γυαλιά του αλλά γενικά ματσωμένος θα λέγαμε. Με σακάκι πρόσφατα φτιαγμένο στα μέτρα του, με δυο κουμπιά μπροστά και με τον χαρακτηριστικό για τους άγγλους λασπωτήρα, σαν τα μαλλιά του Τσόρι Ντομίνγκεζ ένα πράμα στο πίσω μέρος του γκρι σακακιού. Καθόταν σε ένα σκαμπό ενός κακοφωτισμένου μπαρ και κατέβαζε το ένα ουίσκι μετά το άλλο. Το μπαρ αρκετά κλασσικό για βόρειο στυλ μπαρ σαν εκείνα που βρίσκεις απανταχού στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όχι τόσο στη Γερμανία γιατί μάλλον προτιμούν την λιτότητα στο αρχιτεκτονικό τους στυλ, με ένα τζούκμποξ που είχε την ικανότητα να συγκρατεί μέσα του ότι τραγούδι είχε κυκλοφορήσει και δυο τρεις πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους πορτρέτα ανθρώπων μια άλλης εποχής. Ενός καλοκάγαθου γεράκου με μακριά γενειάδα και ενός άλλου τελείως ξυρισμένου μεσήλικα με προφανή αγγλική καταγωγή ντυμένου σε έναν μαύρο μανδύα να κοιτά με ένα βλέμμα υπεροψίας και απέχθειας όλους αυτούς του κοινούς θνητούς.

- Τι έχεις, mate ; Ρώτησε ο κοκκινοτρίχης μπάρμαν τον γνώριμο μας άντρα που ήταν στο τέταρτο ποτήρι ουίσκι. 

- Ρωτάς τι έχω Σίμους ;

 - Πάλι αυτή η καριόλα η δημοσιογράφος, η Ρίτα ε ;»

 - Με εκβιάζει Σίμους, ότι έχει sextape με τη γυναίκα μου και έναν γίγαντα και μάλιστα λέει ότι η γυναίκα μου δείχνει να το απολαμβάνει. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να σαι Celebrity και να βλέπεις τη γυναίκα σου να ντύνεται συνέχεια σαν να πηγαίνει να ψωνίσει γκόμενο. Όλη την ώρα. Ναι, είχαμε κάποια προβλήματα στο σεξ, πλέον έχουν περάσει και δυο παιδιά. Ναι, η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες προτιμώ να δω ένα ματς στην τηλεόραση παρά να κάνουμε έρωτα αλλά δεν είναι δουλειά αυτή. Εντωμεταξύ έχεις δει πόσο της μοιάζουν τα παιδιά, έχουν και τα δύο κόκκινα μαλλιά και ξέρεις τι ακούγεται συνέχεια πίσω από την πλάτη μας. Ώρες ώρες, η πραγματικότητα είναι χειρότερη από το Game of thrones, τα παιδιά το βλέπεις και συ ότι είναι ίδια ο αδερφός της. Ξυπνάω το πρωί και βλέπω τον μαλάκα τον αδερφό της όταν ήμασταν στη σχολή. Σίμους, ίδια είναι, να φανταστείς μάλιστα πως ο μικρός με εμένα πατέρα και τον παππού του, παππού παίζει τερματοφύλακας, αν είναι δυνατόν. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι, ότι όταν της είπα της Τζίννυ για το τι λέει πως έχει η Ρίτα στην κατοχή της δεν το αρνήθηκε και μάλιστα είπε, πως ναι ψάχνει να γαμηθεί καλά γιατί εγώ δεν την ικανοποιώ και όταν της είπα ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από το γαμήσι εκείνη με ρώτησε απλώς τι. Και το χειρότερο, Σίμους, είναι ότι το μόνο που σκέφτηκα να της πω ήταν το ποτό. Χτύπησε την πόρτα πίσω της και έφυγε την ώρα που βάζε ένα κουτί προφυλακτικά, τις τζάμπο συσκευασίες των σουπερ μάρκετ με τα 12, μέσα στην τσάντα της . Σίμους, με απατά και δεν ξέρω τι να κάνω. Βάλε ακόμα ένα.  

- Κάντο διπλό να μην  ξανάρχεσαι και άλλαξε αυτή τη γαμημένη μουσική, δεν μπορώ άλλο Joy division.

Ο Σίμους του έβαλε το ουίσκι και έβαλε το lovesong από τους Cure. Ο τριανταπεντάρης άντρας σκέφτηκε ότι ο μπάρμαν πρέπει να ταν μεγάλος μαλάκας για να καταφέρει να αλλάξει τραγούδι και να ναι πάλι το ίδιο. Άλλοι θα το έλεγαν μαγεία στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μεγαλειώδης μαλακία. Αποφάσισε να μην πει τίποτα γιατί βαριόταν να τσακωθεί και να παρεξηγηθεί με ακόμα έναν βλάκα κοκκινοτρίχη. Κράταγε δυνάμεις για τον κύριο εχθρό. Πέρασε κάπως η ώρα, και αφού κατάλαβε πως αν έφτανε στο ενδέκατο ποτήρι ουίσκι δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει σπίτι του χωρίς να συρθεί στον δρόμο, πλήρωσε και έφυγε χαιρετώντας όλους που τον χαιρέτησαν, βλέπεις ήταν διασημότητα, και βγήκε στο τσουχτερό κρύο να περπατήσει προς το σπίτι του καθώς είχε ξεχάσει το μεταφορικό του μέσο σπίτι. 

Στο κρύο και σκοτεινό γνωστό παλιό μας, παρατημένο και στοιχειωμένο αρχοντικό (καλά, το γάμησα λίγο στην περιγραφή) το μεγαλειώδες φίδι έτρωγε ότι του χε αφήσει να φάει ο υπηρέτης του. Αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες φορές. Είχε βαρεθεί αυτά τα λαστιχένια κομμάτια από πτώματα, που ωμά είναι πιο άγευστα και από ένα Big Mac, είχε βαρεθεί να βλέπει την ίδια θέα δεκαπέντε χρόνια τώρα, του έλειπαν εκείνες οι παλιές μέρες όπου μπορούσε να κάνει σχεδόν ότι ήθελε. Τελικώς αποφάσισε ότι πράγματι ήταν καιρός να κάνει κάτι. Ψιθύρισε κάτι στα ερπετικά (είναι σαν τα μαρξιστικά που λένε οι χατζηφραγκέτα) και ξαφνικά, το πελώριο αυτό φίδι άρχισε να μεταλλάσετε. Συρρικνώθηκε στο μέγεθος ενός μεγάλου αρπαχτικού πουλιού, σιγά σιγά, ψήλωνε ελάχιστους πόντους για τα ανθρώπινα δεδομένα και το στόμα του με τα τεράστια δόντια του γινόταν ράμφος, το σκούρο πράσινο δέρμα του γινόταν πάλλευκο. Όλη αυτή την ώρα το τρωκτικό-άνθρωπος καθόταν φοβισμένο με τα μικρά του χεράκια στο στόμα σε μια χαρακτηριστική στάση των ποντικών να βλέπει το θέαμα. Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε και το τεράστιο αρχοντικό φίδι είχε γίνει πλέον μια κατάλευκη κουκουβάγια. Η κουκουβάγια είπε στον υπηρέτη να πάει να γαμηθεί σε άπταιστα γαλλικά και πέταξε μακριά βγαίνοντας από την πεσμένη οροφή την ώρα που ο άνθρωπος-ποντικός κοιτούσε αποσβολωμένος τον ουρανό και την κουκουβάγια που χανόταν στον ορίζοντα. 

Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα η κουκουβάγια στάθηκε σε ένα παγκάκι στην κεντρική πλατεία του χιονισμένου Γκόντρικς Χόλλοου την ώρα που πέρναγε τρεκλίζοντας ο τριανταπεντάρης που είχαμε αφήσει έξω από το μπαρ.

«Ωχ, γεια σου Χέντβιχ, χικ». Είπε με βλέμμα απορίας αλλά και ικανοποίησης ο τριανταπεντάρης που ο άνεμος έκανε τα μαλλιά του λίγο πιο πέρα, πάνω από τα ολοστρόγγυλα γυαλιά του που ίσα που κάθονταν στην κατακόκκινη από το ποτό και το κρύο μύτη του, για να μας αποκαλύψουν το σημάδι στο μέτωπό του.


Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου